ὑποκόρισμα

ὑποκορισμός

ὑποκοριστικός
ὑποκορισμός, οῦ ()
1 c. le préc. Plut. Thes. 14 ; Alciphr. 3, 33 ||
2 usage de diminutifs, Arstt. Rhet. 3, 2, 15.