ὑποκορισμός

ὑποκοριστικός

ὑποκοριστικῶς
ὑποκοριστικός, ή, όν, caressant, d’où propre à atténuer, Anon. (Eus. H.E. 5, 16) ; ὄνομα ὑποκοριστικόν, Gramm. ou subst. τὸ ὑποκοριστικόν, Ath. 650e ; Gramm. diminutif.
Étym. ὑποκορίζομαι.