ὑπολευκόχρως

ὑπολήγω

ὑπόλημμα
ὑπο·λήγω, cesser peu à peu, Hpc. Epid. 1, 958 ; El. V.H. 14, 29 ; τινός, El. N.A. 12, 44, discontinuer qqe ch.