ὑπολήγω

ὑπόλημμα

ὑπολήνιον
ὑπόλημμα, ατος (τὸ) ce que l’on conçoit, pensée, Plat. Def. 413b ; Plut. M. 164f.
Étym. ὑπολαμϐάνω.