ὑπόλημμα

ὑπολήνιον

ὑποληνίς
ὑπο·λήνιον, ου (τὸ) cuve sous le pressoir, Spt. Joel 3, 13 ; Esaï. 16, 10 ; NT. Marc. 12, 1.
Étym. ὑ. ληνός.