ὑπομελαίνω

ὑπομελανδρυώδης

ὑπομελανίζω
ὑπο·μελανδρυώδης, ης, ες, qui ressemble un peu au thon mariné, Epich. (Ath. 121b).
Étym. ὑ. μελάνδρυον, -ωδης.