ὑπομεμψίμοιρος

ὑπομενετέος

ὑπομενετικός
ὑπομενετέος, α, ον, vb. de ὑπομένω, Thc. 2, 88 ; Plat. Leg. 770e ; Isocr. 117e ; Arstt. Nic. 3, 1, 9, etc.