ὑπομενετέος

ὑπομενετικός

ὑπομενητέος
ὑπομενετικός, ή, όν, qui se résigne volontiers, endurant, patient, Arstt. Nic. 3, 6, 6 ; Eud. 3, 5, 2, etc. ; M. Ant. 1, 16 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Nic. l. c.
Étym. ὑπομένω.