ὑπομνηματισμός

ὑπομνηματογραφέω-ῶ

ὑπομνηματογράφος
ὑπομνηματογραφέω-ῶ [ᾰᾰ] écrire des mémoires, Théano Ep. 3.
Étym. v. le suiv.