ὑπομνηματογράφος

ὑπόμνησις

ὑπομνῄσκω
ὑπόμνησις, εως ()
1 action de faire ressouvenir, Plat. Phædr. 275a, etc. ; ὑπόμνησίν τινος ἔχειν, Xén. Cyr. 3, 3, 38, avoir le souvenir de qqe ch. ||
2 mention, récit, Eur. Or. 1032 ; Plat. Leg. 732d ; ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι, Thc. 2, 88 ; 3, 54, etc. faire mention de qqe ch.
Étym. ὑπομιμνῄσκω.