ὑπομνηστέον

ὑπομνηστεύομαι

ὑπομνηστικός
ὑπο·μνηστεύομαι, promettre une fille en mariage, Arstt. Pol. 5, 4, 7 ; au pass. ὁ ὑπομνηστευθείς, Arstt. ibid. le fiancé.