ὑπομνηστεύομαι

ὑπομνηστικός

ὑπομνηστικῶς
ὑπομνηστικός, ή, όν, qui rappelle le souvenir, commémoratif, Sext. P. 2, 99 ; M. 8, 202 ; subst. τὸ ὑπομνηστικόν, Anth. 5, 292, inscription commémorative ; Clém. Str. 61, 1.
Étym. ὑπομιμνῄσκω.