ὑποψιθυρίζω

ὑποψιθύρισμα

ὑπόψιλος
ὑποψιθύρισμα, ατος (τὸ) [ῐθῠ] murmure secret, Rhét. 1, 640 W.
Étym. ὑποψιθυρίζω.