ὑποστολίζω

ὑποστόμια

ὑποστοναχίζω
ὑπο·στόμια, ων (τὰ) partie d’un vase immédiatement au-dessous de l’orifice, Geop. 6, 8 dout.
Étym. ὑ. στόμα.