ὑποστόμια

ὑποστοναχίζω

ὑποστορεῖτε
ὑποστοναχίζω (impf. 3 sg. ὑπεστονάχιζε, Hés. Th. 843, var. p. ὑπεστενάχιζε) v. ὑποστεναχίζω.