ὑποστορέννυμι

ὑποστόρεσμα

ὑποστόρνυμι
ὑποστόρεσμα, ατος (τὸ) c. ὑπόστρωμα, Gal. 3, 518, etc.
Étym. ὑποστορέννυμι.