ὑποστόρεσμα

ὑποστόρνυμι

ὑποστρατεύομαι
ὑπο·στόρνυμι (seul. moy. prés. et impf.) c. ὑποστρώννυμι, Xén. Cyr. 8, 8, 16 ; El. N.A. 9, 26, etc.