ὑποστρατεύομαι

ὑποστρατηγέω-ῶ

ὑποστράτηγος
ὑποστρατηγέω-ῶ [] commander sous, être lieutenant de, dat. Xén. An. 5, 6, 36 ; Luc. Bacch. 2 ; App. Civ. 5, 54, etc.
Étym. ὑποστράτηγος.