ὑποστρατηγέω-ῶ

ὑποστράτηγος

ὑποστρατοφύλαξ
ὑπο·στράτηγος, ου () [] commandant en second, Xén. An. 3, 1, 32 ; à Rome, lieutenant (legatus) DH. Exc. t. 4, p. 2349, 9.