ὑποστροφώδης

ὑπόστρυφνος

ὑπόστρωμα
ὑπό·στρυφνος, ος, ον, un peu astringent, un peu âpre, Hpc. 549, 31 ; Diosc. 3, 7 ; 4, 140.
Étym. ὑ. στρυφνός.