ὑπόστρυφνος

ὑπόστρωμα

ὑποστρώννυμι
ὑπόστρωμα, ατος (τὸ) ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière, etc. Xén. Eq. 5, 2 ; Gal. 6, 447 ; M. rubr. 65.
Étym. ὑποστρώννυμι.