ὑποταρϐέω-ῶ

ὑποταρτάριος

ὑπότασις
ὑπο·ταρτάριος, ος, ον [ᾰρι] qui est dans le Tartare : οἱ ὑποταρτάριοι θεοί, Il. 14, 279 ; Hés. Th. 851 ; ou simpl. οἱ ὑποταρτάριοι, Luc. Herc. 1, les dieux du Tartare.
Étym. ὑ. Τάρταρος.