ὑποταρτάριος

ὑπότασις

ὑποτάσσω
ὑπότασις, εως () []
1 action de s’étendre au-dessous : πεδίων ὑποτάσεις, Eur. Bacch. 749, plaines qui s’étendent au-dessous ||
2 extension, Hpc. Fract. 764.
Étym. ὑποτείνω.