ὑποθερμαίνω

ὑπόθερμος

ὑπόθεσις
ὑπό·θερμος, ος, ον, un peu chaud, Gal. 6, 240 ; fig. un peu ardent, Hdt. 6, 38 ; Luc. Cal. 5 ||
Cp. -ότερος, Hdt. l. c.
Étym. ὑ. θερμός.