ὑποθυμιάζω

ὑποθυμίαμα

ὑποθυμίασις
ὑποθυμίαμα, ατος (τὸ) [θῡᾱμ] parfum d’aromates que l’on brûle, Hpc. 673, 10 ; Diosc. 1, 12 ; Gal. 14, 490.
Étym. ὑποθυμιάω.