ὑψίνοος-ους

ὑψιπαγής

ὑψίπεδος
ὑψι·παγής, ής, ές [ῐᾰ] litt. « fixé en hauteur », qui se dresse fixe, Anth. 8, 177 ; A. Pl. 132.
Étym. ὕ. πήγνυμι.