ὑψινεφής

ὑψίνοος-ους

ὑψιπαγής
ὑψί·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν []
1 aux sentiments élevés : τὸ ὑψίνουν, Naz. l’élévation de l’âme ||
2 orgueilleux, Nonn. D. 9, 207 ; 48, 458 ; Jo. 8, 59.
Étym. ὕ. νόος.