Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψι·πότητος,
ος, ον
[
ῐ
]
c.
ὑψιπέτης,
Nonn.
D.
5, 295
.
Étym.
ὕ. ποτάομαι
.