Ὑψιπύλη

ὑψίπυλος

ὑψίπυργος
ὑψί·πυλος, ος, ον [ῐῠ] aux portes élevées, Il. 6, 416 ; 16, 698 ; Eur. H.f. 1030, etc.
Étym. ὕ. πύλη.