ὑστερόποτμος

ὑστερόπους

ὕστερος
ὑστερό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, au pied tardif, lent, Ar. Lys. 326 ; Orph. Arg. 1162 ; Anth. 12, 229.
Étym. ὕ. πούς.