ἡδύγαμος

ἡδύγελως

ἡδύγλωσσος
ἡδύ·γελως, ωτος (ὁ, ἡ) [] au rire agréable, Hh. 18, 37 ; en parl. d’une bouteille, Anth. 5, 135.
Étym. ἡ. γέλως.