ἡδυμέλεια

ἡδυμελής

ἡδυμελίφθογγος
ἡδυ·μελής, ής, ές [] aux chants agréables, Soph. fr. 228 ; Anth. 5, 140 ||
E Dor. ἁδυ- [] Pd. N. 2, 40, etc.
Étym. ἡ. μέλος.