ἡδυπάθεια

ἡδυπαθέω-ῶ

ἡδυπάθημα
ἡδυ·παθέω-ῶ [ῠᾰ] mener une vie efféminée, Xén. Cyr. 1, 5, 1 ; Œc. 5, 2.
Étym. ἡδυπαθής.