ἡδυπάθημα

ἡδυπαθής

ἡδύπνευστος
ἡδυ·παθής, ής, ές [ῠᾰ] qui se livre au plaisir, sensuel, mou, Antiph. (Ath. 526d); Ath. 545a.
Étym. ἡ. πάθος.