ἡμέας

ἡμεδαπός

ἡμέδιμνον
ἡμε·δαπός, ή, όν [] de notre pays, Ar. Pax 220 ; Plat. Theag. 124d.
Étym. th. ἡμε- de ἡμεῖς, δάπεδον.