ἡμεδαπός

ἡμέδιμνον

ἡμεῖς
ἡ·μέδιμνον, ου (τὸ) p. dissimil. p. ἡμιμέδιμνον, Didym. (Prisc. Fig. 19, vol. 3, p. 412 Keil).