ἡμερομαχία

ἡμερονύκτιον

ἥμερος
ἡμερο·νύκτιον, ου (τὸ) c. νυχθήμερον, A. Tat. astr. Isag. in Arat. 973a Migne; Bas. 1, 48 Migne.
Étym. ἡμέρα, νύξ.