ἡμεροτροφίς

ἡμεροφανής

ἡμερόφαντος
ἡμερο·φανής, ής, ές [] qui paraît ou se montre le jour, Plat. Def. 411a; Arstt. Top. 6, 4, 14.
Étym. ἡμέρα, φαίνω.