ἡμεροτοκέω-ῶ

ἡμεροτροφίς

ἡμεροφανής
ἡμερο·τροφίς, ίδος, adj. f. qui nourrit pour la journée, Héracl. lemb. (Ath. 98e).
Étym. ἡμέρα, τρέφω.