ἡμερόφοιτος

ἡμεροφυλακέω-ῶ

ἡμεροφύλαξ
ἡμεροφυλακέω-ῶ [ῠᾰ] faire la garde pendant le jour, App. Civ. 4, 62.
Étym. ἡμεροφύλαξ.