ἡμεροφυλακέω-ῶ

ἡμεροφύλαξ

ἡμερόφωνος
ἡμερο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] garde ou sentinelle de jour, Xén. Hell. 7, 2, 6.
Étym. ἡμέρα, φύλαξ.