ἡμεροσκοπεῖον

ἡμεροσκοπέω-ῶ

ἡμεροσκόπια
ἡμεροσκοπέω-ῶ, faire le guet durant le jour, En. tact. Pol. 6.
Étym. ἡμεροσκόπος.