ἡμεροσκοπέω-ῶ

ἡμεροσκόπια

ἡμεροσκόπος
ἡμεροσκόπια, ων (τὰ) guet pendant le jour, En. tact. Pol. 22, 6.
Étym. ἡμεροσκόπος.