ἡμερότης

ἡμεροτοκέω-ῶ

ἡμεροτροφίς
ἡμερο·τοκέω-ῶ, produire des fruits doux, c. à d. non sauvages, Phil. 1, 402, 455.
Étym. ἥμερος, -τόκος de τίκτω.