ἡμίϐροχος

ἡμιϐρώς

ἡμίϐρωτος
ἡμι·ϐρώς, gén. ῶτος (ὁ, ἡ) c. le suiv. Antiphan. et Epicrat. (Ath. 262c et d) ; Anth. 6, 57.
Étym. ἡμι-, βιϐρώσκω.