ἡμιδακτυλιαῖος

ἡμιδακτύλιον

ἡμιδαμής
ἡμι·δακτύλιον, ου (τὸ) [ῐῠ] demi-doigt, Plut. M. 935d.
Étym. ἡμι-, δάκτυλος.