ἡμιδάϊκτος

ἡμιδακτυλιαῖος

ἡμιδακτύλιον
ἡμι·δακτυλιαῖος, α, ον [ῐῠ] long d’un demi-doigt, Sext. M. 10, 137.
Étym. ἡμιδακτύλιον.