ἡμίειλος

ἡμιεκτεῖον

ἡμιεκτέον
ἡμι·εκτεῖον, ου (τὸ) c. le suiv. CIA. 2, add. 834, b, 1, 15 (329 av. J.-C.), etc. ; v. Meisterh. p. 100, 17.