ἡμίγαμος

ἡμιγένειος

ἡμιγενής
ἡμι·γένειος, ος, ον [] à demi barbu, Thcr. Idyl. 6, 3.
Étym. ἡμι-, γένειον ; sel. Ahrens ἠνιγένειος, dont la barbe est toute nouvelle, déjà barbu, de ἦνις, γένειον.