ἡμιμαθής

ἡμιμανής

ἡμιμάραντος
ἡμι·μανής, ής, ές [ῐᾰ] à moitié fou, Eschn. 24, 25 ; Luc. C. deor. 4.
Étym. ἡμι-, μαίνομαι.